ζερβόδεξος

ζερβόδεξος
-η, -ο
1. αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι εξίσου καλά όπως και το δεξί.
2. ό,τι γίνεται ή βρίσκεται αριστερά και δεξιά. Επίρρ. ζερβόδεξα: Έσπρωχνε ζερβόδεξα τους συγκεντρωμένους για να περάσει ανάμεσά τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζερβόδεξος — η, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί με την ίδια ευκολία και τα δύο χέρια 2. ο τοποθετημένος δεξιά κι αριστερά. επίρρ... ζερβόδεξα προς τα αριστερά και προς τα δεξιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”